-
1 χεδροπά
χεδροπά, τά,A leguminous fruits, pulse, Hp.Nat.Puer.12, Arist. Mete. 389a15, GA 750a24, Thphr.HP8.2.2, CP4.7.2, al.; gen. χεδρόπων or χεδροπῶν, Arist.PA 653a24, GA 752a21.—Acc. sg. χέδροπα occurs in Python 1.12 (prob.), Porph.Abst.2.6, and nom. [full] χέδροψ Hsch., and τοὺς καρποὺς τοὺς χέδροπας (v.l. χεδροπούς ) is found in Arist.HA 594b7: but the accent seems to point to sg. χεδροπός. (Perh. a compd. of χείρ, δρέπω, as if χερ-δροπά, plucked by the hand, cf.χειροδρόποι δ' ἵνα φῶτες ἄτερ δρεπάνοιο λέγονται ὄσπρια, χέδροπά τ' ἄλλα Nic.Th. 752
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χεδροπά
См. также в других словарях:
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek